- ισχυρός
- -ή, -ό (ΑΜ ἰσχυρός, -ά, -όν)1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» — β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.)3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν»)4. κραταιός, παντοδύναμος (α. «"Αγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός...» β. «ἰσχυρὰ ἄλοχος Διός», Αισχύλγ. «ἰσχυρὰ θεός», Αριστοφ.)5. αυτός που έχει μεγάλη ένταση, σφοδρός (α. «ισχυροί βόρειοι άνεμοι» β. «ἰσχυρὸν ψῡχος», Ηρόδ.)6. (για νόμους, θεσμούς, διατάξεις) έγκυρος, καθιερωμένος (α. «ισχυρός νόμος» β. «ὅρκος ισχυρός»)7. (για συναισθήματα) έντονος, διακαής (α. «ισχυρή επιθυμία να...» β. «ἰσχυραὶ ἐπιθυμίαι», Πλάτ.)8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ισχυροίαυτοί που κατέχουν μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμηνεοελλ.1. εκείνος ο οποίος έχει μεγάλη δύναμη επιβολής (α. «ισχυρός χαρακτήρας» β. «ισχυρός πολιτικός άνδρας»)2. αυτός που στηρίζεται σε σοβαρά δεδομένα, αυτός που δεν αντικρούεται εύκολα («ισχυρά επιχειρήματα»)3. φρ. «το δίκαιο τού ισχυροτέρου» — η επιβολή τής ατομικής θέλησης κάποιου με τη βία, χωρίς να τηρούνται κανόνες ή, έστω, προσχήματα δικαίουμσν.1. σκληρός2. σημαντικόςαρχ.1. (για έδαφος) σκληρός, τραχύς2. (για τροφή) δύσπεπτος3. (για νόμο) αυστηρός4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσχυρόνη ισχύς, η δύναμη.επίρρ...ισχυρώς και ισχυρά (ΑΜ ἱσχυρῶς, Μ και ισχυρά)δυνατά, με δύναμημσν.1. με επιμέλεια2. με ασφάλειαμσν.-αρχ.πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «ἔθνος ἰσχυρῶς μέγα», Ηρόδ.β. «διῶρυξ ἰσχυρῶς βαθεῑα», Ξεν.)αρχ.φρ. «ἰσχυρότατά γε» — βεβαιότατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχύς + κατάλ. -ρος (πρβλ. οιζυ-ρός).ΠΑΡ. ισχυρίζομαι, ισχυρόαρχ.ισχυρικός, ισχυρίσκος, ισχυρότης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ισχυρογνώμωναρχ.ισχυρόδετος, ισχυροθώραξ, ισχυροκάρδιος, ισχυρόμαχος, ισχυροπαθώ, ισχυροπαίκτης, ισχυροπλήκτης, ισχυροποιός, ισχυροπότης, ισχυρόπους, ισχυροπράγμων, ισχυρόρριζος, ισχυρόστομος, ισχυροσώματος, ισχυρόφρων, ισχυρόφωνος, ισχυρόχρως, ισχυρόψυχος. (Β' συνθετικό) ανίσχυρος, πανίσχυροςαρχ.αντίσχυρος, υπερίσχυρος].
Dictionary of Greek. 2013.